αντιγονικός

αντιγονικός
(I)
ἀντιγονικός, -όν (AM)
αντιγόνειος*.
————————
(II)
-ή, -ό [αντιγόνο]
βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αντιγόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀντιγονικῆς — Ἀντιγονικός of Antigonus fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύωμα — το, Ν φρ. «ιός πολύωμα» (μικρβλ.) ιός DNΑ τής ομάδας τών παποβαϊών, που εμφανίζει νεοπλαστική εξαλλακτική δράση στα κύτταρα τρωκτικών τα οποία μολύνονται πειραματικά και που απομονώθηκε στον άνθρωπο από ανοσοστερημένα άτομα, ιός που είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”